- σαλαγιάζω
- Ν(αμτβ.)1. α) ησυχάζω, καταλαγιάζωβ) (ιδίως για υγρή έκταση) ηρεμώ2. (μτβ.) κάνω κάποιον να ησυχάσει.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών. λ. σάλαγος και καταλαγιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασαλαγιάζω — καταλαγιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαλαγιάζω «ηρεμώ, καταλαγιάζω»] … Dictionary of Greek